Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τα χριστούγεννα

  • 1 Χριστούγεννα

    Χριστούγεννα τα
    Рождество Христово – великий двунадесятый христианский праздник в воспоминание рождения Господа Иисуса Христа в Вифлееме, празднуемый 25 декабря / 7 января, см. γέννηση
    Этим.
    слово происходит от словосочетания Χριστού γέννα «рождение Христа»

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Χριστούγεννα

  • 2 χριστούγεννα

    τα рел рождество

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χριστούγεννα

  • 3 Χριστούγεννα

    Божиќ

    Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > Χριστούγεννα

  • 4 Χριστούγεννα

    Noël

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > Χριστούγεννα

  • 5 Noël

    Χριστούγεννα

    Dictionnaire Français-Grec > Noël

  • 6 Рождество

    рождество с τα χριστούγεννα
    * * *
    с
    τα χριστούγενα

    Русско-греческий словарь > Рождество

  • 7 рождество

    рождество
    с рел. τά χριστούγεννα.

    Русско-новогреческий словарь > рождество

  • 8 μεταλαβαίνω

    μεταλαβαίνω
    1) (αμετβ.) причащаться Святых Христовых Тайн:

    μεταλαβαίνει κάθε Χριστόυγεννα και Πάσχα — причащается на каждое Рождество и Пасху;

    2) (μετβ.)

    πήγε ο παππάς στο σπίτι της, για να την μεταλάβει — священник пришел в ее дом, чтобы причастить Святых Христовых Тайн, см. κοινωνώ

    Этим.
    < λαμβάνω «получать»

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > μεταλαβαίνω

  • 9 Christmas

    ['krisməs]
    (an annual festival in memory of the birth of Christ, held on December 25, Christmas Day.) Χριστούγεννα
    - Christmas-tree

    English-Greek dictionary > Christmas

  • 10 Noel

    [nou'el]
    (an old word for Christmas.) Χριστούγεννα

    English-Greek dictionary > Noel

  • 11 Noël

    [nou'el]
    (an old word for Christmas.) Χριστούγεννα

    English-Greek dictionary > Noël

  • 12 Nowell

    [nou'el]
    (an old word for Christmas.) Χριστούγεννα

    English-Greek dictionary > Nowell

  • 13 рождество

    [ραζντιστβό] ουσ. ο. τα χριστούγεννα

    Русско-греческий новый словарь > рождество

  • 14 рождество

    [ραζντιστβό] ουσ ο τα χριστούγεννα

    Русско-эллинский словарь > рождество

  • 15 под

    α.
    βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.
    κ. подо (πρόθεση).
    I.
    Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).
    1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•

    поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•

    ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.

    2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•

    он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•

    под арест υπό κράτηση•

    под угрозу υπο ή με την απειλή•

    отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•

    отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.

    3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.

    4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•

    под воскреснье κατά την Κυριακή•

    под праздник κοντά τη γιορτή•

    под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•

    под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•

    -вечер κατά το βράδυ•

    под утро κατά το πρωί•

    ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).

    5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•

    под шум κάτω από τον θόρυβο•

    под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•

    петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.

    6. (προορισμό)• για•

    бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•

    склад под овощи αποθήκη λαχανικών.

    7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•

    под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•

    под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.

    || (για όργανο, εργαλείο)• με•

    остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.

    8. με, επί•

    выдать под расписку δίνω με υπογραφή•

    под честное слово με λόγο τιμής.

    II.
    Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).
    1. κάτω απο•

    стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•

    сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•

    под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).

    || (για επίδραση) κάτω απο•

    под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.

    2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•

    под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•

    под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.

    || με•

    под замком με κλειδωνιά•

    под ключом με το κλειδί.

    3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•

    под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•

    под тяжестью λόγω της βαρύτητας.

    4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•

    битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.

    5. (προορισμό)• για•

    банка под вареньем βάζο για γλυκό•

    склад под овощами αποθήκη λαχανικών•

    поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.

    6. με, υπό•

    судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•

    под псевдонимом με το ψευδώνυμο•

    под именем με το όνομα•

    под названием με την ονομασία.

    || με•

    под соусом με σάλτσα.

    || με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•

    я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > под

  • 16 Рождество

    ουδ.
    τα Χριστούγεννα•

    праздник -а Христова η γιορτή των Χριστουγένων.

    || παλ. γέννηση.

    Большой русско-греческий словарь > Рождество

См. также в других словарях:

  • Χριστούγεννα — τα, Ν·1. εκκλ. η εορτή τής γέννησης τού Χριστού την 25η Δεκεμβρίου 2. συνεκδ. τα κάλαντα που ψάλλουν τα παιδιά την παραμονή τής γιορτής αυτής 3. φρ. α) «εορτές τών Χριστουγέννων» το σύνολο τών εορτών από τη γέννηση έως τη βάπτιση τού Χριστού,… …   Dictionary of Greek

  • Χριστούγεννα — τα 1. η γιορτή της γέννησης του Χριστού. 2. τα κάλαντα που ψέλνουν τα παιδιά κατά την παραμονή της γιορτής των Χριστουγέννων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Адаму, Иви — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Адаму. Иви Адаму Ήβη Αδάμου Дата рождения 24 ноября 1993(1993 11 24) (19 лет) Место рождения …   Википедия

  • απόδοση — (Θρησ.).Στη λειτουργική της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, α. ονομάζεται η επανάληψη μιας γιορτής μετά από οκτώ μέρες. Η α. γίνεται για τις μεγάλες δεσποτικές και θεομητορικές γιορτές (Χριστούγεννα, Θεοφάνια, Πάσχα κλπ.). Το έθιμο αυτό έχει τις ρίζες …   Dictionary of Greek

  • γέννα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 47 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Απέχει περίπου 31 χλμ. από το Ηράκλειο. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Βαρβάρας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 430 μ., 38… …   Dictionary of Greek

  • χριστουγεννιάτικος — η, ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Χριστούγεννα ή αυτός που γίνεται στη διάρκεια τών Χριστουγέννων (α. «χριστουγεννιάτικα έθιμα» β. «χριστουγεννιάτικα δώρα» γ. «χριστουγεννιάτικο δένδρο»). επίρρ... χριστουγεννιάτικα Ν την ημέρα τών… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»